- αβόσκητος
- -η, -ο (Α ἀβόσκητος, -ον) [βόσκω]νεοελλ.1. (για τόπο) αυτός που δεν βοσκήθηκε2. (για ζώα) αυτός που δεν βόσκησεαρχ.(για τόπο) αυτός που δεν έχει βοσκή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀβόσκητος — pastureless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβόσκητος — η, ο 1. (για τόπους), εκείνος που δε βοσκήθηκε: Το λιβάδιήταν αβόσκητο. 2. (για ζώα), εκείνος που δε βόσκησε: Τη μέρα εκείνη τα πρόβατα έμειναν αβόσκητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβόσκητον — ἀβόσκητος pastureless masc/fem acc sg ἀβόσκητος pastureless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβοσκήτων — ἀβόσκητος pastureless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)